- επίσπορος
- ἐπίσπορος, -ον (Α) [επισπείρω]1. αυτός που σπάρθηκε ύστερα2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπίσποροιοι απόγονοι3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίσποραλαχανικά που μπορούν να σπαρούν πολλές φορές τον χρόνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισπόρους — ἐπίσπορος sown afterwards masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίσπορα — ἐπίσπορος sown afterwards neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισπορία — ἐπισπορία, ἡ (Α) [επίσπορος] 1. επισπορά 2. το να ρίχνει κανείς τους σπόρους ακατάστατα, τον ένα πολύ κοντά στον άλλο, όχι σε κανονικές αποστάσεις … Dictionary of Greek